κοκκοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκοποιώ < κόκκος + -ο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κοκκοποιώ (παθητική φωνή: κοκκοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]