κολάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική collage < coller + -age < colle < δημώδης λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολάζ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) καλλιτέχνημα που προκύπτει απ’ τη σύνθεση και επικόλληση ποικίλων υλικών πάνω σε μια επιφάνεια και ενίοτε συνδυάζει σχέδιο ή ζωγραφική
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κολάζ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)