κολωνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κολωνικά | ||
γενική | των | κολωνικών | ||
αιτιατική | τα | κολωνικά | ||
κλητική | κολωνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολωνικά < Κολωνία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολωνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλωσσολογία) η γερμανική διάλεκτος που μιλιέται στην περιοχή της Κολωνίας, στη Γερμανία