κομιτατέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομιτατέρ < γαλλική commutateur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομιτατέρ ουδέτερο άκλιτο
- ηλεκτρικός διακόπτης που ελέγχει μια ομάδα από φώτα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομιτατέρ
|