κομπλέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομπλέρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κομπλέρ ουδέτερο άκλιτο

  • εξάρτημα ή μηχανισμός που χρησιμεύει για την εμπλοκή και απεμπλοκή της μετάδοσης της κίνησης μεταξύ των διάφορων μερών, σύνδεσμος κίνησης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]