κομπλεξάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομπλεξάρω < κόμπλεξ + -άρω

κομπλεξάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]