κομποδετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομποδετική | ||
γενική | της | κομποδετικής | ||
αιτιατική | την | κομποδετική | ||
κλητική | κομποδετική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομποδετική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομποδετική θηλυκό στον ενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- macramé στην αγγλική Βικιπαίδεια