κομπολόγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομπολόγα | οι | κομπολόγες |
γενική | της | κομπολόγας | — | |
αιτιατική | την | κομπολόγα | τις | κομπολόγες |
κλητική | κομπολόγα | κομπολόγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπολόγα < κομπολόγ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπολόγα ουδέτερο
- μεγάλο, βαρύ κομπολόι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομπολόγα
|