κομφετί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομφετί ουδέτερο άκλιτο
- χαρτοπόλεμος, μικρά κομμάτια χαρτιού, συνήθως χρωματιστά
κομφετί ουδέτερο άκλιτο