κονιορτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονιορτός οι κονιορτοί
      γενική του κονιορτού των κονιορτών
    αιτιατική τον κονιορτό τους κονιορτούς
     κλητική κονιορτέ κονιορτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονιορτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κονιορτός[1] < κόνις + ὄρνυμι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɲoɾˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐νιορ‐τός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κονιορτός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]