κονκορδάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονκορδάτο τα κονκορδάτα
      γενική του κονκορδάτου των κονκορδάτων
    αιτιατική το κονκορδάτο τα κονκορδάτα
     κλητική κονκορδάτο κονκορδάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονκορδάτο < μεσαιωνική λατινική concordatum[1] < λατινική concordo < cum + cor (καρδιά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονκορδάτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]