κονσερβατουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονσερβατουάρ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική conservatoire
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονσερβατουάρ ουδέτερο άκλιτο
- ωδείο
- άλλες μορφές: κονσερβατόριο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονσερβατουάρ
|