κονσοματρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονσοματρίς < γαλλική consommatrice, θηλυκό του consommateur < consommer + -ateur < λατινικά consummo < con + summo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσοματρίς θηλυκό άκλιτο (αρσενικό: κονσοματέρ)
- (επάγγελμα) γυναίκα που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης
- Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/2/2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονσοματρίς