κοντραπλακέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντραπλακέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική contreplaqué
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοντραπλακέ ουδέτερο άκλιτο [1]
- λεία σανίδα που παράγεται από τη συγκόλληση λεπτών φύλλων ξύλου που έχουν τις ίνες τους διασταυρωμένες
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ κόντρα πλακέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας