κοντραστάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντραστάρω < μεσαιωνική ελληνική κοντραστάρω < ιταλική contrastare[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kon.dɾaˈsta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐στά‐ρω
Ρήμα[επεξεργασία]
κοντραστάρω, πρτ.: κοντράσταρα (χωρίς αόριστο, χωρίς παθητική φωνή)
- (αργκό) είμαι έντονα αρνητικός προς κάτι όπως απόψεις, πράξεις· αντιτάσσομαι, κοντράρω
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | κοντραστάρω | κοντράσταρα | θα κοντραστάρω | να κοντραστάρω | κοντραστάροντας | |
β' ενικ. | κοντραστάρεις | κοντράσταρες | θα κοντραστάρεις | να κοντραστάρεις | κοντραστάρε | |
γ' ενικ. | κοντραστάρει | κοντράσταρε | θα κοντραστάρει | να κοντραστάρει | ||
α' πληθ. | κοντραστάρουμε | κοντραστάραμε | θα κοντραστάρουμε | να κοντραστάρουμε | ||
β' πληθ. | κοντραστάρετε | κοντραστάρατε | θα κοντραστάρετε | να κοντραστάρετε | κοντραστάρετε | |
γ' πληθ. | κοντραστάρουν(ε) | κοντράσταραν κοντραστάραν(ε) |
θα κοντραστάρουν(ε) | να κοντραστάρουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντραστάρω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κοντραστάρω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)