κοντυλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντυλοφόρος < κονδυλοφόρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kondiloˈfoɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντυ‐λο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντυλοφόρος αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κονδυλοφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντυλοφόρος
|