κονφί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονφί ουδέτερο άκλιτο
- τρόπος συντήρησης φαγητού, είτε με τη χρήση λίπους, ζάχαρης ή αλατιού
κονφί ουδέτερο άκλιτο