κοπριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοπριά | οι | κοπριές |
γενική | της | κοπριάς | των | κοπριών |
αιτιατική | την | κοπριά | τις | κοπριές |
κλητική | κοπριά | κοπριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπριά < αρχαία ελληνική κοπρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπριά θηλυκό
- περιττώματα ζώου, κυρίως οικόσιτου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κοπριά στη Βικιπαίδεια