κορακίστικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κορακίστικα | ||
γενική | των | κορακίστικων | ||
αιτιατική | τα | κορακίστικα | ||
κλητική | κορακίστικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορακίστικα < κόρακας + -ίστικα, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ίστικος στον πληθυντικό. Δείτε και την ελληνιστική κορακιστί < κόραξ)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορακίστικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (μεταφορικά) ακατανόητα λόγια είτε λόγω ξένης γλώσσας είτε λόγω πολύ εξειδικευμένης ορολογίας
- εγώ ξέρω ότι δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα, τα υπόλοιπα είναι κορακίστικα
- (γλώσσα) ιδιωματική συνθηματική διάλεκτος με την παρεμβολή, ανάμεσα στις συλλαβές, άλλης συλλαβής συνήθως της κα αλλά κάθε ομάδα ατόμων που τη χρησιμοποιεί έχει δικούς της κανόνες
- δενκε κακατακαλακαβαικενεικι κοκορακακικιστικικακα:δεν καταλαβαίνει κορακίστικα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορακίστικα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κορακίστικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας