κορνιζοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορνιζοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει κορνίζες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κορνιζοποιείο
- κορνιζοποιία
- → δείτε τις λέξεις κορνίζα και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορνιζοποιός
|