κορτιζόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κορτιζόνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορτιζόλη οι κορτιζόλες
      γενική της κορτιζόλης των κορτιζολών
    αιτιατική την κορτιζόλη τις κορτιζόλες
     κλητική κορτιζόλη κορτιζόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορτιζόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: cortisol < cortisone + -ol < corticosterone < cortico- (< λατινική cortex) + sterol (< cholesterol < γαλλική cholestérol < cholesterine < αρχαία ελληνική χολή + στερεός / στερρός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορτιζόλη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • κορτιζόληΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)