κορωνίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορωνίδα < αρχαία ελληνική κορωνίς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ɾoˈni.ða/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορωνίδα θηλυκό
- το γραπτό σημείο που δηλώνει την κράση
- το ανώτερο σημείο, το αποκορύφωμα
- (αρχιτεκτονική) το ανώτερο τμήμα του θριγκού
- (γλωσσολογία) η άκρη της γλώσσας