κοσμοκαλόγερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμοκαλόγερος αρσενικό
- μοναχός που ζει στον κόσμο κι όχι σε μοναστήρι
- άνθρωπος που ζει μέσα στην κοινωνία αλλά έχει απαρνηθεί τις εγκόσμιες απολαύσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμοκαλόγερος
|