κοσμολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοσμολόγος οι κοσμολόγοι
      γενική του/της κοσμολόγου των κοσμολόγων
    αιτιατική τον/την κοσμολόγο τους/τις κοσμολόγους
     κλητική κοσμολόγε κοσμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

κοσμολόγος < κοσμο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cosmologiste ή αγγλική cosmologist[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]