κοσμοσυρροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοσυρροή θηλυκό
- μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί σε ένα μέρος
κοσμοσυρροή θηλυκό