κοτέτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοτέτσι | τα | κοτέτσια |
γενική | του | κοτετσιού | των | κοτετσιών |
αιτιατική | το | κοτέτσι | τα | κοτέτσια |
κλητική | κοτέτσι | κοτέτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοτέτσι < σλαβικής προέλευσης коте́ц (κοτέτς)[1] + -ι < πρωτοσλαβική *kotьcь (=φωλιά, αποθήκη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοτέτσι ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κοτέτσι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοτέτσι
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)