κοτλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η χαρακτηριστική υφή του κοτλέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοτλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική côtelé < côte + -elé < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοτλέ ουδέτερο άκλιτο (εξελληνισμένος πληθυντικός: τα κοτλέδια)

  1. είδος μαλακού βελούδινου υφάσματος με ρίγες
  2. (ως επίθετο) για το ρούχο που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα
    κοτλέ παντελόνι, κοτλέ σακάκι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]