κουκούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκούδι τα κουκούδια
      γενική του κουκουδιού των κουκουδιών
    αιτιατική το κουκούδι τα κουκούδια
     κλητική κουκούδι κουκούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκούδι(ν) < *κοκκούδιον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική κόκκος [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈku.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐κού‐δι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκούδι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκούδι ουδέτερο