κουμπαρούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουμπαρούλης < κουμπάρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουμπαρούλης αρσενικό (θηλυκό: κουμπαρούλα)
- (χαϊδευτικά) κουμπάρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουμπαρούλης
|