κουνελοπνίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουνελοπνίχτης αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που το πνίγει το κουνέλι, που μετέχει συχνά σε σεξουαλικές πράξεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουνελοπνίχτης
|