κουπέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουπέ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουπέ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό διαμέρισμα σε βαγόνι σιδηροδρομικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]