κουρτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική korucu (αγροφύλακας, δασοφύλακας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, ιδιωματικό, παρωχημένο) (ιδιωτικός) τελωνοφύλακας
- (κυπριακά) φύλακας της δεκάτης[1]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρτζής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)