κουσκούς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουσκούς
κουσκούς με λαχανικά και ρεβίθια

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουσκούς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kuskus [1] < αραβική كسكس (kuskus)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουσκούς ουδέτερο άκλιτο

  1. (φαγητά) φαγητό βορειοαφρικανικής προέλευσης από χοντρόκοκκο σιμιγδάλι, κρέας ή ψάρι, λαχανικά και πικάντικες σάλτσες
  2. (μεταφορικά) κουτσομπολιό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]