κουτοπόνηρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
κουτοπόνηρος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτοπόνηρος
|