κουτσοφλέβαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσοφλέβαρος < κουτσο- + Φλεβάρ(ης) + -ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτσοφλέβαρος αρσενικό
- (οικείο) προσωνυμία του μήνα Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσοφλέβαρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από παρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κουτσο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μήνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)