κουφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κουφή
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουφή θηλυκό
- (κυπριακά) το φίδι, αφού τα φίδια στερούνται την αίσθηση της ακοής