κοφτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοφτήριο < κόφτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοφτήριο ουδέτερο
- (αργκό) μαγαζί, επιχείρηση που κάνει χρυσές δουλειές, που εξαιτίας του εμπορεύματος ή της δραστηριότητας που ασκεί, έχει συνεχώς πελατεία και έχει πολλά έσοδα (σαν να έχει τη μηχανή που "κόβει λεφτά"
- κατάστημα που κόβει μετάλλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοφτήριο
|