κοχλασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.xlaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐χλα‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοχλασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοχλάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοχλάζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοχλασμός