κούμουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κούμουλο | τα | κούμουλα |
γενική | του | κούμουλου | των | κούμουλων |
αιτιατική | το | κούμουλο | τα | κούμουλα |
κλητική | κούμουλο | κούμουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούμουλο < μεσαιωνική ελληνική κούμουλον < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂eu- (πβ (αρχαία ελληνική) κῦμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούμουλο ουδέτερο
Διαλεκτικοί τύποι[επεξεργασία]
- κουλούμι
- κουμούλι
- κούμουλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούμουλο
|