κούρβουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- κούρβουλο < μεσαιωνική ελληνική κούρβουλον / κουρβούλα / κουρβούλι < κούρβος < λατινική curvus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker- (κάμπτω, λυγίζω, γυρίζω) + *-wós
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούρβουλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ο ξερός κορμός φυτού ή δέντρου. Κυρίως η λέξη αφορά κορμό κλήματος ή κούτσουρου προς καύση στο τζάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούρβουλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)