κούφιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κούφιο | τα | κούφια |
γενική | του | κούφιου | των | κούφιων |
αιτιατική | το | κούφιο | τα | κούφια |
κλητική | κούφιο | κούφια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούφιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κούφιος (αναφορά στην κάννη του όπλου) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούφιο ουδέτερο
- (αργκό, παρωχημένο) το περίστροφο (ή πιστόλι) που κουβαλούσαν επάνω τους οι παλιοί μάγκες, διάφορα άτομα του περιθωρίου ή του υποκόσμου
- ※ το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
- Ρεμπέτικο «Ο Νίκος ο τρελάκιας» (1933) των Ανέστου Δελλιά (μουσική, φωνή) και Νίκου Μάθεση (στίχοι).
- ≈ συνώνυμα: σίδερο
- ※ το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κούφιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)