κρίση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κρίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση οι κρίσεις
      γενική της κρίσης* των κρίσεων
    αιτιατική την κρίση τις κρίσεις
     κλητική κρίση κρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρί‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρίση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
    το αφήνω στην κρίση σας
  2. η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
    οικονομική κρίση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]