κραδίη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κραδίη < κέαρ - κῆρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κραδίη θηλυκό (& καρδίη στον Όμηρο & καρδία)

Αναφορές

[επεξεργασία]