κρεασιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεασιόν ουδέτερο άκλιτο
- καινούρια δημιουργία (αυτοκίνητο, μόδα, αντικείμενα), δημιούργημα
- Δεν είναι λίγοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τις καινούριες "κρεασιόν" στο χώρο του αυτοκινήτου από την Toyota.