κρεβατώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεβατώνομαι < μέση φωνή του κρεβατώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κρεβατώνομαι
- παραμένω ξαπλωμένος λόγω αρρώστιας
- ※ Φαντάστηκαν πως θα ’ταν αδιάθετος σπίτι του –συχνά κρεβατωνόταν από τα αρθριτικά του. (Τάσος Αθανασιάδης (2002) Τα παιδιά της Νιόβης)