κρεμανταλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεμανταλού < κρεμανταλ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾe.man.daˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐μα‐ντα‐λού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεμανταλού θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του κρεμανταλάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρεμανταλάς
κρεμανταλού
|