κρεμανταλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμανταλού οι κρεμανταλούδες
      γενική της κρεμανταλούς των κρεμανταλούδων
    αιτιατική την κρεμανταλού τις κρεμανταλούδες
     κλητική κρεμανταλού κρεμανταλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρεμανταλού < κρεμανταλ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾe.man.daˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐μα‐ντα‐λού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρεμανταλού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρεμανταλάς