κρεμιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρεμιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ

κρεμιέμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ
  2. πιάνομαι από κάποιο ψηλό σημείο χωρίς τα πόδια μου να πατούν κάπου
  3. (μεταφορικά) εξαρτώμαι σε υπερβολικό βαθμό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]