κρεσέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεσέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crescendo < λατινική crescendum < cresco (αυξάνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾeˈsen.do/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεσέντο και κρετσέντο ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο
- (μουσική) η βαθμιαία αύξηση της έντασης ενός μουσικού κομματιού
- (συνεκδοχικά) το μέρος του μουσικού κομματιού όπου αυξάνεται βαθμιαία η ένταση
- (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης με σταθερό τρόπο, ώστε να παρατηρείται κορύφωση σε κάποιο υψηλό σημείο
Επίρρημα[επεξεργασία]
- (μουσική) αυξάνοντας βαθμιαία την ένταση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)