κρετόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρετόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική cretonne[1] < Creton, περιοχή της Νορμανδίας όπου κατασκευαζόταν αρχικά αυτό το ύφασμα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρετόν ουδέτερο άκλιτο

  • λεπτό βαμβακερό και ανθεκτικό ύφασμα που χρησιμοποιείται κυρίως για καλύμματα επίπλων και κουρτίνες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]