κροκ γκοφρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκ γκοφρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική croque-gaufre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκ γκοφρ θηλυκό άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκ γκοφρ